Prolongovat v řečtině
Překlad: prolongovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εκτείνω, παρατείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
Jiné jazyky
Příbuzná slova: prolongovat
prolongovat antonyma, prolongovat gramatika, prolongovat křížovka, prolongovat pravopis, prolongovat synonymum, prolongovat jazykový slovník řečtina, prolongovat v řečtině
Překlady
- prolomit v řečtině - διάλειμμα, αθετώ, ρήγμα, αντεπίθεση, διάλλειμα, ξέσπασμα, παραβίαση, ...
- prolongace v řečtině - ανανέωση, συνέχεια, ανανέωσης, την ανανέωση, ανανέωσή, ανανεώσεως
- proláklina v řečtině - ύφεση, κατάθλιψη, κατάθλιψης, την κατάθλιψη, της κατάθλιψης, η κατάθλιψη
- promarnit v řečtině - καταδαπανώ, διασπαθίζω, σπατάλη, απόβλητα, σπαταλώ, λύμα, κατασπαταλώ, ...
Náhodná slova
Prolongovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εκτείνω, παρατείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει
Překlady: εκτείνω, παρατείνω, επεκτείνω, εκτείνομαι, ανανεώσει, ανανέωση, ανανεώσουν, ανανεώνουν, ανανεώνει