Provokovat v řečtině
Překlad: provokovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
παρακινώ, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: provokovat
jak provokovat, nemela provokat, provokovat a trestat, provokovat anglicky, provokovat antonyma, provokovat jazykový slovník řečtina, provokovat v řečtině
Překlady
- provizorně v řečtině - προσωρινά, προσωρινή, προσωρινά το, προσωρινώς
- provokace v řečtině - προβοκάτσια, πρόκληση, πρόκλησης, προκλήσεις, την πρόκληση
- provolat v řečtině - προκηρύσσω, καταδεικνύω, διαλαλώ, διακηρύξει, διακηρύσσουν, διακηρύξουν, διακηρύξουμε, ...
- provolávat v řečtině - επευφημώ, επικροτώ, επιδοκιμάζω, διακηρύσσει, προδίδει, προδίδει και, κηρύσσει, ...
Náhodná slova
Provokovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: παρακινώ, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί
Překlady: παρακινώ, προκαλώ, προκαλέσει, προκαλούν, προκαλέσουν, να προκαλέσει, προκαλεί