Provozovat v řečtině

Překlad: provozovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
διαγωγή, οδηγώ, ασκώ, εξασκώ, φέρσιμο, διεξάγω, συμπεριφορά, ασκούν, συνεχίστε, συνεχίσουμε, συνεχίσει, συνεχίσουν
Provozovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: provozovat

provozovat anglicky, provozovat antonyma, provozovat e shop, provozovat gramatika, provozovat hudbu, provozovat jazykový slovník řečtina, provozovat v řečtině

Překlady

  • provolávat v řečtině - επευφημώ, επικροτώ, επιδοκιμάζω, διακηρύσσει, προδίδει, προδίδει και, κηρύσσει, ...
  • provoz v řečtině - καθήκον, κυκλοφορία, λειτουργία, σέρβις, εξυπηρέτηση, δοσοληψία, δασμοί, ...
  • provozovna v řečtině - συνεργείο, εργαστήριο, εργαστηρίου, εργαστήρι, συνεργείου
  • provrtat v řečtině - άσκηση, τροχός, πλήττω, τριβελίζω, διατρυπώ, διάτρητος, διάτρητο, ...
Náhodná slova
Provozovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: διαγωγή, οδηγώ, ασκώ, εξασκώ, φέρσιμο, διεξάγω, συμπεριφορά, ασκούν, συνεχίστε, συνεχίσουμε, συνεχίσει, συνεχίσουν