Prudkost v řečtině
Překlad: prudkost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ορμή, βιασύνη, αυθορμητισμός, βία, σφοδρότητα, την ορμή, ορμητικότητα, βιαιότητα
Jiné jazyky
Příbuzná slova: prudkost
prudkost antonyma, prudkost gramatika, prudkost křížovka, prudkost pravopis, prudkost synonymum, prudkost jazykový slovník řečtina, prudkost v řečtině
Překlady
- prsť v řečtině - μούχλα, μαυρόχωμα, μαγαρίζω, καλούπι, καλουπιού, μήτρας, μήτρα
- prudce v řečtině - φλογερά, σφοδρά, δύσκολος, σκληρός, βιαίως, βίαια, βίαιη, ...
- prudký v řečtině - αιφνίδιος, καταρρακτώδης, ενδιαφερόμενος, αγροίκος, ακάθεκτος, μανιασμένος, ισχυρός, ...
- pruh v řečtině - ταινία, γυμνώνω, ράβδωση, εκδύω, σερί, τη ράβδωση, γραμμή, ...
Náhodná slova
Prudkost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ορμή, βιασύνη, αυθορμητισμός, βία, σφοδρότητα, την ορμή, ορμητικότητα, βιαιότητα
Překlady: ορμή, βιασύνη, αυθορμητισμός, βία, σφοδρότητα, την ορμή, ορμητικότητα, βιαιότητα