Putovat v řečtině
Překlad: putovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: putovat
jeftino putovati, putovat antonyma, putovat gramatika, putovat křížovka, putovat pravopis, putovat jazykový slovník řečtina, putovat v řečtině
Překlady
- pustošit v řečtině - καταστρέφω, ρημάζω, βασανίζω, λυμαίνομαι, Harry, Ο Χάρι, Ο Harry
- pustý v řečtině - άδειος, γυμνός, κενό, ανεμοδαρμένος, έρημος, έρημο, ερήμου, ...
- putování v řečtině - μετανάστευση, προσκύνημα, αποδημία, περιπλάνηση, περιπλάνησης, περιπλάνησή, περιπλανήσεις, ...
- putyka v řečtině - ταβέρνα, Η ταβέρνα, ταβέρνας, ταβέρνα του, ταβέρνα που
Náhodná slova
Putovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν
Překlady: τριγυρίζω, περιφέρομαι, περιπλανιέμαι, περιπλανηθείτε, περιπλανηθεί, να περιπλανηθεί, περιπλανηθούν