Redigovat v řečtině
Překlad: redigovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εκδίδω, επιμελούμαι, συντάσσω, επεξεργαστεί, επεξεργαστεί τα, ετοιμάζω, ετοιμάζω προς
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: redigovat
define redigovat, redakce redigovat, redigovat antonyma, redigovat gramatika, redigovat křížovka, redigovat jazykový slovník řečtina, redigovat v řečtině
Překlady
- redaktor v řečtině - συντάκτης, εκδότης, επεξεργαστή, πρόγραμμα επεξεργασίας, editor
- redakční v řečtině - σύνταξης, συντακτική, συντακτικής, συντακτικές, συντακτικό
- redukce v řečtině - μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
- redukovat v řečtině - μειώνω, περιορίζω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, ελαττώνω, μικραίνω, χαμηλώνω, ...
Náhodná slova
Redigovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εκδίδω, επιμελούμαι, συντάσσω, επεξεργαστεί, επεξεργαστεί τα, ετοιμάζω, ετοιμάζω προς
Překlady: εκδίδω, επιμελούμαι, συντάσσω, επεξεργαστεί, επεξεργαστεί τα, ετοιμάζω, ετοιμάζω προς