Redukovat v řečtině
Překlad: redukovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μειώνω, περιορίζω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, ελαττώνω, μικραίνω, χαμηλώνω, ταπεινώνω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: redukovat
redukovat akcie, redukovat antonyma, redukovat gramatika, redukovat hmotnost, redukovat kruhy pod očima, redukovat jazykový slovník řečtina, redukovat v řečtině
Překlady
- redigovat v řečtině - εκδίδω, επιμελούμαι, συντάσσω, επεξεργαστεί, επεξεργαστεί τα, ετοιμάζω, ετοιμάζω προς
- redukce v řečtině - μείωση, περιστολή, αναγωγή, μείωσης, τη μείωση, μείωση της
- referent v řečtině - δημοσιογράφος, ρεπόρτερ, αξιωματικός, υπάλληλος, υπάλληλο, αξιωματικού, αξιωματικό
- referovat v řečtině - έκθεση, έκθεσης, έκθεσή, αναφορά, την έκθεση
Náhodná slova
Redukovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μειώνω, περιορίζω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, ελαττώνω, μικραίνω, χαμηλώνω, ταπεινώνω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν
Překlady: μειώνω, περιορίζω, μειώνομαι, συρρικνώνομαι, ελαττώνω, μικραίνω, χαμηλώνω, ταπεινώνω, μειώσει, να μειώσει, μείωση, μειώσουν, μειώνουν