Restrikce v řečtině
Překlad: restrikce, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: restrikce
restrikce antonyma, restrikce difuze, restrikce dna, restrikce gramatika, restrikce jawa betka, restrikce jazykový slovník řečtina, restrikce v řečtině
Překlady
- restaurátor v řečtině - επιδιορθωτής, αποκαταστάτης, συντηρητή, συντηρητής, σειρά αποκατάστασης
- restituce v řečtině - επιστρέφω, επιστροφή, γυρίζω, αποκατάσταση, επιστροφής, απόδοση, αποκατάστασης
- resty v řečtině - καθυστερούμενα, απόθεμα, καθυστέρηση, ανεκτέλεστο υπόλοιπο, ανεκτέλεστες, συσσώρευση
- resumovat v řečtině - συνοψίζουν, Συνοψίζοντας, συνοψίσει, συνοψίσουμε, συνοψίζει
Náhodná slova
Restrikce v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό
Překlady: περιστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, περιορισμούς, τον περιορισμό