Rozřešit v řečtině
Překlad: rozřešit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αποφασίζω, λύνω, διαλύω, διευθετώ, ξεκαθαρίσουν, ξεκαθαρίσω, ξεκαθαρίσει, ξεκαθαρίσουμε, να ξεκαθαρίσει
Jiné jazyky
Příbuzná slova: rozřešit
rozřešit antonyma, rozřešit gramatika, rozřešit křížovka, rozřešit pravopis, rozřešit synonymum, rozřešit jazykový slovník řečtina, rozřešit v řečtině
Překlady
- rozřezat v řečtině - διαμελίζω, φέτα, πετσοκόβω, αναλύω, τεμαχίζω, είδα, τσεκουριά, ...
- rozřešení v řečtině - διάλυμα, λύση, επίλυση, την επίλυση, επίλυσης, επίλυση των, την επίλυση των
- rozřešitelný v řečtině - εύλυτος, διαλυτός, επιλύσιμων, επιλύσιμο, επιλύσιμα
- rozříznout v řečtině - σχισμή, κοπή, κοπεί, κομμένα, έκοψε, κόβεται, μειώσει
Náhodná slova
Rozřešit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αποφασίζω, λύνω, διαλύω, διευθετώ, ξεκαθαρίσουν, ξεκαθαρίσω, ξεκαθαρίσει, ξεκαθαρίσουμε, να ξεκαθαρίσει
Překlady: αποφασίζω, λύνω, διαλύω, διευθετώ, ξεκαθαρίσουν, ξεκαθαρίσω, ξεκαθαρίσει, ξεκαθαρίσουμε, να ξεκαθαρίσει