Sluchátko v řečtině
Překlad: sluchátko, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εκκαθαριστής, παραλήπτης, ακουστικά, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικού, του ακουστικού
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: sluchátko
sluchátko anglicky, sluchátko antonyma, sluchátko do ucha, sluchátko gramatika, sluchátko iphone 4, sluchátko jazykový slovník řečtina, sluchátko v řečtině
Překlady
- sluch v řečtině - ακοή, αυτί, ακρόαση, άκουσε, ακοής, ακούσει
- sluchový v řečtině - ηχητικός, ακουστικός, ακουστικό, ακουστικές, ακουστική, ακουστικού
- sluha v řečtině - υπηρέτρια, θαλαμηπόλος, κατοικίδιος, υπηρέτης, ακόλουθος, οικιακός, υπάλληλος, ...
- sluj v řečtině - άντρο, σπηλιά, σπήλαιο, Grotto, σπηλαίου, σπηλιάς
Náhodná slova
Sluchátko v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εκκαθαριστής, παραλήπτης, ακουστικά, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικού, του ακουστικού
Překlady: εκκαθαριστής, παραλήπτης, ακουστικά, ακουστικό, ακουστικών, ακουστικού, του ακουστικού