Smířit v řečtině
Překlad: smířit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συναινώ, συμβιβάζω, ξανασμίγω, συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: smířit
smířit antonyma, smířit gramatika, smířit křížovka, smířit pravopis, smířit se, smířit jazykový slovník řečtina, smířit v řečtině
Překlady
- smítko v řečtině - κηλίδα, στίγμα, κόκκος, speck, κόκκο
- smíření v řečtině - συμφιλίωση, συμφιλίωσης, τη συμφιλίωση, της συμφιλίωσης, συνδυασμό
- smířlivý v řečtině - συμβιβαστικός, διαλλακτικός, συμβιβαστική, διαλλακτική, συμφιλιωτικό
- smíšenina v řečtině - αναμιγνύω, ανακατώνω, ανακατεύω, μίγμα, σύντηξη, immixture
Náhodná slova
Smířit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συναινώ, συμβιβάζω, ξανασμίγω, συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί
Překlady: συναινώ, συμβιβάζω, ξανασμίγω, συμφιλιώνω, συμφιλιώνομαι, συμβιβάσει, συμφιλιώσει, συμφιλίωση, συμβιβάσουν, συμβιβαστεί