Soudnictví v řečtině

Překlad: soudnictví, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
δικαιοδοσία, δικαστικός, δικαστήρια, δικαστικής εξουσίας, δικαστικού σώματος, δικαστικό σώμα
Soudnictví v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: soudnictví

soudnictví a justice, soudnictví antonyma, soudnictví eu, soudnictví evropské unie, soudnictví gramatika, soudnictví jazykový slovník řečtina, soudnictví v řečtině

Překlady

  • soudek v řečtině - βαρέλι, βαρελάκι, δοχείο, βαρελιού, βυτίο
  • soudit v řečtině - σκέφτομαι, επιτρέπω, σκέπτομαι, αφήνω, προσπαθώ, νομίζω, καταλαβαίνω, ...
  • soudnost v řečtině - κρίση, δικαστική απόφαση, απόφαση, αποφάσεως, απόφασης
  • soudní v řečtině - ερωτοτροπώ, νόμιμος, αυλή, δικαστικός, δικανικός, δικαστήριο, γήπεδο, ...
Náhodná slova
Soudnictví v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: δικαιοδοσία, δικαστικός, δικαστήρια, δικαστικής εξουσίας, δικαστικού σώματος, δικαστικό σώμα