Specifikovat v řečtině

Překlad: specifikovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει
Specifikovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: specifikovat

slovo specifikovat, specifikovat antonyma, specifikovat gramatika, specifikovat křížovka, specifikovat pravopis, specifikovat jazykový slovník řečtina, specifikovat v řečtině

Překlady

  • specifický v řečtině - συγκεκριμένος, παράδοξος, παράξενος, μοναδικός, ειδικός, ειδικές, ειδικών, ...
  • specifikace v řečtině - προδιαγραφές, προδιαγραφών, τις προδιαγραφές, προδιαγραφές που, χαρακτηριστικά
  • speciální v řečtině - παράξενος, παράδοξος, ειδικός, ειδική, ειδικές, ειδικών, ειδικό
  • speciálně v řečtině - ειδικώς, ειδικά, τα ειδικά, είναι ειδικά
Náhodná slova
Specifikovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καθορίζω, προσδιορίζει, προσδιορίζουν, καθορίσετε, καθορίστε, διευκρινίζει