Spekulovat v řečtině

Překlad: spekulovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εικάζω, διαλογίζομαι, κερδοσκοπώ, εγχειρίζω, λειτουργώ, κερδοσκοπούν, εικάζουν, εικασίες, υποθέσουμε, σκέπτονται
Spekulovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: spekulovat

spekulovat abz, spekulovat antonyma, spekulovat gramatika, spekulovat křížovka, spekulovat na pokles, spekulovat jazykový slovník řečtina, spekulovat v řečtině

Překlady

  • spekulativní v řečtině - υποθετικός, κερδοσκοπικός, θεωρητικός, εικαστικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική
  • spekulační v řečtině - υποθετικός, εικαστικός, θεωρητικός, κερδοσκοπικός, κερδοσκοπικές, κερδοσκοπικών, κερδοσκοπική
  • spekulování v řečtině - εικασία, κερδοσκοπία, κερδοσκοπίας, η κερδοσκοπία, την κερδοσκοπία, εικασίες
  • speleologie v řečtině - Σπηλαιολογία, Σπηλαιολογικός, Καθίζηση, Περιήγηση σε σπήλαια, εξερεύνηση σπηλαίων
Náhodná slova
Spekulovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εικάζω, διαλογίζομαι, κερδοσκοπώ, εγχειρίζω, λειτουργώ, κερδοσκοπούν, εικάζουν, εικασίες, υποθέσουμε, σκέπτονται