Spořit v řečtině
Překlad: spořit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αποταμιεύω, εκτός, αποκρούω, διασώζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Jiné jazyky
Příbuzná slova: spořit
spořit antonyma, spořit dítěti, spořit dětem, spořit gramatika, spořit křížovka, spořit jazykový slovník řečtina, spořit v řečtině
Překlady
- spočívat v řečtině - κείμαι, ψεύδομαι, ξεκουράζομαι, υπόλοιπος, ησυχασμός, αποτελούνται, αποτελείται, ...
- spoření v řečtině - οικονομία, αποταμίευση, σωτηρία, εξοικονόμηση, εξοικονόμησης, αποθήκευση
- spořivost v řečtině - λιτότητα, λιτότης, thrift, λιτότητας, φειδώ
- spořivý v řečtině - φειδωλός, περισσευούμενος, χαρίζω, περισσεύω, οικονόμος, λιτός, φειδωλοί, ...
Náhodná slova
Spořit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αποταμιεύω, εκτός, αποκρούω, διασώζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Překlady: αποταμιεύω, εκτός, αποκρούω, διασώζω, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε