Spotřebovat v řečtině

Překlad: spotřebovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εξάτμιση, μειώνω, καταναλώνω, εξαντλώ, χρήση, χρησιμοποιώ, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε
Spotřebovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: spotřebovat

skončit spotřebovat, spotřebovat antonyma, spotřebovat do, spotřebovat gramatika, spotřebovat křížovka, spotřebovat jazykový slovník řečtina, spotřebovat v řečtině

Překlady

  • spotřeba v řečtině - χρήση, κατανάλωση, φθίση, κατανάλωσης, την κατανάλωση, της κατανάλωσης, κατανάλωση από
  • spotřebitel v řečtině - χρήστης, καταναλωτής, καταναλωτών, καταναλωτή, των καταναλωτών, καταναλωτές
  • spousta v řečtině - πλήθος, πολλά, φιλοξενώ, μαζικός, συρρέω, οικοδεσπότης, ραμφίζω, ...
  • spoutat v řečtině - δένω, γραβάτα, χωλαίνω, χειροπέδη, καδένα, βιβλιοδετώ, πεδικλώνω, ...
Náhodná slova
Spotřebovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εξάτμιση, μειώνω, καταναλώνω, εξαντλώ, χρήση, χρησιμοποιώ, καταναλώνουν, καταναλώνουμε, καταναλώσει, καταναλώνει, καταναλώνετε