Stéblo v řečtině
Překlad: stéblo, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
παγανίζω, καλαμάκι, κυνηγώ, στέλεχος, λεπίδα, άχυρο, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: stéblo
stéblo antonyma, stéblo borotice, stéblo gramatika, stéblo je dužnatý stonek s, stéblo kukuřice, stéblo jazykový slovník řečtina, stéblo v řečtině
Překlady
- stáří v řečtině - εποχή, ηλικία, ηλικίας, την ηλικία, ετών
- stážista v řečtině - ασκούμενος, εκπαιδευόμενος, εκπαιδευόμενο, εκπαιδευόμενου, ασκούμενου
- stékat v řečtině - σταλάζω, ίζημα, στάζω, μικροποσότητα, λάσπη, κυλώ, ρέει προς τα κάτω, ...
- sténat v řečtině - τρίξιμο, μουγκρίζω, στενάζω, μουγκρητό, βογγητό, βογκητό, Στέναζε, ...
Náhodná slova
Stéblo v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: παγανίζω, καλαμάκι, κυνηγώ, στέλεχος, λεπίδα, άχυρο, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade
Překlady: παγανίζω, καλαμάκι, κυνηγώ, στέλεχος, λεπίδα, άχυρο, λεπίδας, λεπίδων, πτερυγίου, blade