Stísněnost v řečtině
Překlad: stísněnost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
εξαναγκασμός, συστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: stísněnost
stísněnost antonyma, stísněnost gramatika, stísněnost křížovka, stísněnost pravopis, stísněnost synonymum, stísněnost jazykový slovník řečtina, stísněnost v řečtině
Překlady
- stínítko v řečtině - εξετάζω, ασπίδα, σκιά, περίβλημα, απόχρωση, σκιάς, τη σκιά, ...
- stísnit v řečtině - μελαγχολώ, πλήθος, πλήθους, κοινό, κόσμος, του πλήθους
- stísněný v řečtině - στενόχωρος, στενός, πορθμός, περιορισμένος, περιορίζεται, περιορίζονται, περιοριστεί, ...
- stížnost v řečtině - ισχυρίζομαι, διεκδίκηση, διεκδικώ, ισχυρισμός, πάθηση, παράπονο, καταγγελία, ...
Náhodná slova
Stísněnost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: εξαναγκασμός, συστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς
Překlady: εξαναγκασμός, συστολή, περιορισμός, περιορισμό, περιορισμού, πίεση, περιορισμούς