Svářet v řečtině
Překlad: svářet, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
συγκολλώ, οξυγονοκολλώ, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συγκολλήσεων, κόλληση
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: svářet
jak svářet, svářet antonyma, svářet gramatika, svářet křížovka, svářet pravopis, svářet jazykový slovník řečtina, svářet v řečtině
Překlady
- svázat v řečtině - δένω, συνδέω, κατατάσσομαι, τσουβαλιάζω, διηγούμαι, βιβλιοδετώ, δεσμίδα, ...
- sváření v řečtině - συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, τη συγκόλληση, συγκόλληση με
- svářečka v řečtině - οξυγονοκολλητής, οξυγονοκολλητή, συγκολλητής, συγκολλητή, συγκόλλησης
- své v řečtině - του, της, αυτήν, αυτή, αυτού
Náhodná slova
Svářet v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: συγκολλώ, οξυγονοκολλώ, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συγκολλήσεων, κόλληση
Překlady: συγκολλώ, οξυγονοκολλώ, συγκόλληση, συγκόλλησης, συγκολλήσεως, συγκολλήσεων, κόλληση