Tělnatost v řečtině
Překlad: tělnatost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: tělnatost
tělnatost antonyma, tělnatost gramatika, tělnatost křížovka, tělnatost pravopis, tělnatost synonymum, tělnatost jazykový slovník řečtina, tělnatost v řečtině
Překlady
- tělesnost v řečtině - σάρκα, σωματική υλικότητα, σωματικότητα, σωματικότητας, της σωματικότητας
- tělesný v řečtině - σωματικός, φυσικός, αισθησιακός, σωματικά, σαρκικός, φυσική, σωματική, ...
- tělnatý v řečtině - τροφαντός, γεροδεμένος, παχύσαρκος, εύσωμος, εύσαρκος, παχύς
- tělo v řečtině - ανατομία, σάρκα, σώμα, σώματος, οργανισμό, οργανισμός, το σώμα
Náhodná slova
Tělnatost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία
Překlady: παχυσαρκία, παχυσαρκίας, της παχυσαρκίας, η παχυσαρκία, την παχυσαρκία