Trpět v řečtině
Překlad: trpět, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ράφι, εμμένω, ανέχομαι, μέγγενη, πάσχω, σχάρα, υποφέρω, επιτρέπω, παθαίνω, βασανιστήριο, άδεια, υποφέρουν, πάσχουν, υποστούν, υποφέρει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: trpět
citáty trpět, synonyma trpět, trpět anglicky, trpět antonyma, trpět gramatika, trpět jazykový slovník řečtina, trpět v řečtině
Překlady
- trpělivě v řečtině - υπομονετικά, υπομονή, με υπομονή, καρτερικά
- trpění v řečtině - ανοχή, sufferance, ανεκτικότητα, υπομονή
- trs v řečtině - σύμπλεγμα, τσαμπί, συστοιχία, δέσμη, μάτσο, σωρό, μπουκέτο
- trubadúr v řečtině - τροβαδούρος, τροβαδούρο, τροβαδούρου, τροβαδούρων, ραψωδός
Náhodná slova
Trpět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ράφι, εμμένω, ανέχομαι, μέγγενη, πάσχω, σχάρα, υποφέρω, επιτρέπω, παθαίνω, βασανιστήριο, άδεια, υποφέρουν, πάσχουν, υποστούν, υποφέρει
Překlady: ράφι, εμμένω, ανέχομαι, μέγγενη, πάσχω, σχάρα, υποφέρω, επιτρέπω, παθαίνω, βασανιστήριο, άδεια, υποφέρουν, πάσχουν, υποστούν, υποφέρει