Tuhnout v řečtině

Překlad: tuhnout, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πήζω, στερεοποιηθεί, στερεοποιείται, σταθεροποιήσει, στερεοποιούνται, στερεοποίηση
Tuhnout v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: tuhnout

tuhnout antonyma, tuhnout gramatika, tuhnout křížovka, tuhnout pravopis, tuhnout synonymum, tuhnout jazykový slovník řečtina, tuhnout v řečtině

Překlady

  • tuctový v řečtině - ασήμαντος, σπιτική, οικεία, φιλόξενα, φιλόξενο, οικείο
  • tuha v řečtině - λουρί, ηγούμαι, μόλυβδος, γραφίτης, γραφίτη, από γραφίτη, γραφίτου
  • tuhost v řečtině - ψυχρότητα, δυσκαμψία, ακαμψία, ακαμψίας, την ακαμψία, δυσκαμψίας
  • tuhý v řečtině - σκληρός, ανυποχώρητος, σταθερός, ανελέητος, αδιάλλακτος, πρύμνη, άτεγκτος, ...
Náhodná slova
Tuhnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πήζω, στερεοποιηθεί, στερεοποιείται, σταθεροποιήσει, στερεοποιούνται, στερεοποίηση