Tvrdnout v řečtině
Překlad: tvrdnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, σκληρύνουν, ακαμψία
Jiné jazyky
Příbuzná slova: tvrdnout
tvrdnout antonyma, tvrdnout gramatika, tvrdnout křížovka, tvrdnout pravopis, tvrdnout synonymum, tvrdnout jazykový slovník řečtina, tvrdnout v řečtině
Překlady
- tvořítko v řečtině - σχηματίζω, σχήμα, διαμορφώνω, μορφώνω, το ακροφύσιο, το ακροστόμιο, το στόμιο, ...
- tvrdit v řečtině - ισχυρίζομαι, διεκδίκηση, κρατώ, διατηρώ, διαβεβαιώνω, δηλώνω, πιστοποιώ, ...
- tvrdnutí v řečtině - σκλήρυνση, σκλήρυνσης, τη σκλήρυνση, σκληρύνσεως, της σκλήρυνσης
- tvrdohlavost v řečtině - πείσμα, το πείσμα, ισχυρογνωμοσύνη, επιμονή, πείσματος
Náhodná slova
Tvrdnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, σκληρύνουν, ακαμψία
Překlady: σκληρύνω, σκληραίνουν, σκληρύνει, σκληρύνουν, ακαμψία