Tvrdost v řečtině
Překlad: tvrdost, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα
Jiné jazyky
Příbuzná slova: tvrdost
tvrdost antonyma, tvrdost dřeva, tvrdost gramatika, tvrdost hrc, tvrdost koleček, tvrdost jazykový slovník řečtina, tvrdost v řečtině
Překlady
- tvrdohlavý v řečtině - πεισματάρης, πεισμωμένος, ισχυρογνώμων, ισχυρογνώμονας, επίμονες, πεισματική, επίμονους, ...
- tvrdohlavě v řečtině - πεισματικά, εσκεμμένα, ηθελημένα, εκούσια, εκ προθέσεως, εκ δόλου
- tvrdošíjnost v řečtině - πείσμα, εμμονή, επιμονή, ισχυρογνωμοσύνη, το πείσμα, την ισχυρογνωμοσύνη, ανένδοτης
- tvrdošíjný v řečtině - πεισματάρης, ισχυρογνώμων, πεισμωμένος, επίμονη, πεισματική, πεισματικά
Náhodná slova
Tvrdost v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα
Překlady: σκληρότητα, σκληρότητας, σκληρότητας του, σκληρότητα του, η σκληρότητα