Učinit v řečtině
Překlad: učinit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσφέρω, καθιστώ, κάνω, κατασκευάζω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: učinit
učinit abz, učinit antonyma, učinit gramatika, učinit křížovka, učinit nabídku, učinit jazykový slovník řečtina, učinit v řečtině
Překlady
- učesat v řečtině - χτενίζω, χτένα, χτένας, χτένι, κηρήθρας, κτένας
- učeň v řečtině - δόκιμος, εκπαιδευόμενος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
- učiněný v řečtině - που, γίνεται, γίνονται, έκανε, γίνει
- učit v řečtině - διδάσκω, σχολείο, γραφείο, σπουδάζω, σπουδές, μελέτη, διδάξει, ...
Náhodná slova
Učinit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσφέρω, καθιστώ, κάνω, κατασκευάζω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν
Překlady: φτιάχνω, εξαναγκάζω, προσφέρω, καθιστώ, κάνω, κατασκευάζω, κάνει, κάνετε, κάνουμε, κάνουν