Uříznout v řečtině
Překlad: uříznout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κοπή, κόψιμο, σχισμή, κόβω, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uříznout
uříznout antonyma, uříznout gramatika, uříznout koule, uříznout křížovka, uříznout mp3, uříznout jazykový slovník řečtina, uříznout v řečtině
Překlady
- učnice v řečtině - εκπαιδευόμενος, τσιράκι, μαθητευόμενος, μαθητευόμενο, μαθητευόμενου, μαθητείας
- učňovství v řečtině - μαθητεία, Η μαθητεία, μαθητείες, Οι μαθητείες, Apprenticeships
- ušetřit v řečtině - περισσεύω, αποταμιεύω, διασώζω, εκτός, χαρίζω, περισσευούμενος, αποκρούω, ...
- uškrcení v řečtině - στραγγαλισμός, στραγγαλισμού, στραγγαλισμό, πνιγμού
Náhodná slova
Uříznout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κοπή, κόψιμο, σχισμή, κόβω, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη
Překlady: κοπή, κόψιμο, σχισμή, κόβω, αποκοπεί, κόψει, διακόπτει, αποκομμένοι, αποκομμένη