Ušlechtilý v řečtině

Překlad: ušlechtilý, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μεταρσιωμένος, μεγαλόψυχος, λαμπρός, αίθριος, υπερόπτης, μεγάλος, ψηλός, μεγάθυμος, σπουδαίος, ψιλή, πρόστιμο, φίνος, αβρός, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές
Ušlechtilý v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: ušlechtilý

ušlechtilý antonyma, ušlechtilý destilát, ušlechtilý divoch, ušlechtilý divoch rousseau, ušlechtilý gramatika, ušlechtilý jazykový slovník řečtina, ušlechtilý v řečtině

Překlady

  • uškrtit v řečtině - στραγγαλίζω, πνίγω, στραγγαλίσει, πνίξουν, πνίξει
  • ušlechtilost v řečtině - αριστοκρατία, αρχοντιά, ευγένεια, ευγενείς, ευγενών
  • ušlehat v řečtině - μαστιγώνω, μαστίζω, νικώ, μαστίγιο μέχρι, μαστίγιο, κτυπήσει επάνω, να μαστίγιο μέχρι, ...
Náhodná slova
Ušlechtilý v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μεταρσιωμένος, μεγαλόψυχος, λαμπρός, αίθριος, υπερόπτης, μεγάλος, ψηλός, μεγάθυμος, σπουδαίος, ψιλή, πρόστιμο, φίνος, αβρός, ευγενής, ευγενή, ευγενούς, ευγενών, ευγενές