Uštknout v řečtině
Překlad: uštknout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κεντρίζω, κεντώ, τσιμπώ, τσίμπημα, δαγκώνω, κεντρί, τσιτώνω, τρυπώ, κέντημα, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uštknout
uštknout antonyma, uštknout gramatika, uštknout křížovka, uštknout pravopis, uštknout synonymum, uštknout jazykový slovník řečtina, uštknout v řečtině
Překlady
- ušní v řečtině - ακουστικός, αυτί, ωτικές, ωτική, ωτικών, ωτικής, ωτικό
- ušpinit v řečtině - βρώμικος, λερωμένος, βρώμικο, βρώμικα, βρώμικη, βρώμικες
- uštknutí v řečtině - κεντρίζω, τσιμπώ, δάγκωμα, τσίμπημα, κεντρί, δαγκώνω, δαγκώσει, ...
- uštvat v řečtině - εξάτμιση, υπέρβαση, Η υπέρβαση, υπέρβαση του, υπέρβασης, υπερβεί
Náhodná slova
Uštknout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κεντρίζω, κεντώ, τσιμπώ, τσίμπημα, δαγκώνω, κεντρί, τσιτώνω, τρυπώ, κέντημα, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει
Překlady: κεντρίζω, κεντώ, τσιμπώ, τσίμπημα, δαγκώνω, κεντρί, τσιτώνω, τρυπώ, κέντημα, δάγκωμα, δαγκώσει, δαγκώνουν, δαγκώσουν, να δαγκώσει