Ubývat v řečtině

Překlad: ubývat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
μικραίνω, μολάρω, μείωση, ναυαγώ, βυθίζω, μαρασμός, νεροχύτης, μειώνομαι, υποχωρώ, συρρικνώνομαι, ξεπεσμός, παύση, άμπωτη, κλίνω, λασκάρω, βυθίζομαι, παρακμή, ελαττώνομαι, μειούμαι, ελάττωση, κάμψη
Ubývat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: ubývat

ubývat antonyma, ubývat gramatika, ubývat křížovka, ubývat pravopis, ubývat synonymum, ubývat jazykový slovník řečtina, ubývat v řečtině

Překlady

  • ubít v řečtině - σκοτώνω, νικήσει, κτύπησε, χτύπησαν, κερδίσει, κτυπήσει
  • ubýt v řečtině - μείωση, αποκλειστεί και, αποκλείεται και, αποκλειστεί και ο, αποκλείεται και ο
  • ubývání v řečtině - μείωση, πτώση, παρακμή, υποχώρηση, παρακμής
  • ucelenost v řečtině - ειρμός, συνοχή, συνοχής, συνεκτικότητα, τη συνοχή, η συνοχή
Náhodná slova
Ubývat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: μικραίνω, μολάρω, μείωση, ναυαγώ, βυθίζω, μαρασμός, νεροχύτης, μειώνομαι, υποχωρώ, συρρικνώνομαι, ξεπεσμός, παύση, άμπωτη, κλίνω, λασκάρω, βυθίζομαι, παρακμή, ελαττώνομαι, μειούμαι, ελάττωση, κάμψη