Ucouvnout v řečtině
Překlad: ucouvnout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ένα βήμα πίσω, βήμα πίσω, βήμα προς τα πίσω, πλάτη βημάτων, κάνουν ένα βήμα πίσω
Jiné jazyky
Příbuzná slova: ucouvnout
ucouvnout antonyma, ucouvnout gramatika, ucouvnout křížovka, ucouvnout pravopis, ucouvnout synonymum, ucouvnout jazykový slovník řečtina, ucouvnout v řečtině
Překlady
- ucházet v řečtině - δραπετεύω, ξεφεύγω, προσφορά, προσφοράς, προσπάθεια, την προσφορά, προσφορών
- uchýlit v řečtině - εκτρέπομαι, θέρετρο, λύση, θερέτρου, θέρετρου, χιονοδρομικό
- ucpat v řečtině - φραγμός, καλαφατίζω, στηρίγματα, στουπί, βύσμα, φλομώνω, κωλυσιεργώ, ...
- ucpání v řečtině - παρακώλυση, στένωση, αποκλεισμός, έμφραξη, απόφραξη, μπλοκάρισμα, απόφραξης
Náhodná slova
Ucouvnout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ένα βήμα πίσω, βήμα πίσω, βήμα προς τα πίσω, πλάτη βημάτων, κάνουν ένα βήμα πίσω
Překlady: ένα βήμα πίσω, βήμα πίσω, βήμα προς τα πίσω, πλάτη βημάτων, κάνουν ένα βήμα πίσω