Uhánět v řečtině
Překlad: uhánět, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
επισπεύδω, ορμή, συντρίβω, φόρα, ταχύτητα, τρέχω, ραντίζω, βιασύνη, ίπταμαι, σύννεφο, γλίστρημα, Scud
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uhánět
uhánět antonyma, uhánět chlapa, uhánět gramatika, uhánět holku, uhánět křížovka, uhánět jazykový slovník řečtina, uhánět v řečtině
Překlady
- uhádnout v řečtině - εικασία, μαντεύω, θεϊκός, θεσπέσιος, υποθέτω, μαντέψει, μαντέψετε, ...
- uhájit v řečtině - υπερασπίζομαι, διεκδικώ, αμύνομαι, υποστηρίζω, υπερασπίζω, προστατεύω, υπερασπιστεί, ...
- uhýbat v řečtině - αποφεύγω, Αποφυγή, παρακάμπτουμε, παρακάμπτουμε τα, αποφεύγοντας, παρακάμπτουμε την
- ujasnění v řečtině - διευκρίνιση, διευκρινίσεις, αποσαφήνιση, διασαφήνιση, αποσαφήνισης
Náhodná slova
Uhánět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: επισπεύδω, ορμή, συντρίβω, φόρα, ταχύτητα, τρέχω, ραντίζω, βιασύνη, ίπταμαι, σύννεφο, γλίστρημα, Scud
Překlady: επισπεύδω, ορμή, συντρίβω, φόρα, ταχύτητα, τρέχω, ραντίζω, βιασύνη, ίπταμαι, σύννεφο, γλίστρημα, Scud