Uplynout v řečtině
Překlad: uplynout, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πέρασμα, περνώ, στενά, λήγω, πηγαίνω, κυκλοφορώ, παρέλθει, παρέρχεται, παρέλθουν, μεσολαβήσει, να παρέλθει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uplynout
uplynout antonyma, uplynout gramatika, uplynout křížovka, uplynout pravopis, uplynout synonymum, uplynout jazykový slovník řečtina, uplynout v řečtině
Překlady
- uplakaný v řečtině - δακρυσμένος, δακρυσμένα, δακρυσμένο, γεμάτη δάκρυα, δακρυσμένη
- uplatnění v řečtině - άσκηση, χρήση, χρήσης, τη χρήση, χρησιμοποίηση, η χρήση
- uplynulý v řečtině - παρελθόν, περασμένος, το παρελθόν, τελευταία, παρελθόντος, τελευταίων
- uplynutí v řečtině - πέφτω, παραδρομή, λήξη, λήξης, τη λήξη, εκπνοή, λήξεως
Náhodná slova
Uplynout v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πέρασμα, περνώ, στενά, λήγω, πηγαίνω, κυκλοφορώ, παρέλθει, παρέρχεται, παρέλθουν, μεσολαβήσει, να παρέλθει
Překlady: πέρασμα, περνώ, στενά, λήγω, πηγαίνω, κυκλοφορώ, παρέλθει, παρέρχεται, παρέλθουν, μεσολαβήσει, να παρέλθει