Upotřebit v řečtině

Překlad: upotřebit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
βάζω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήση, εφαρμόζω, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιεί
Upotřebit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: upotřebit

upotřebit antonyma, upotřebit gramatika, upotřebit křížovka, upotřebit pravopis, upotřebit synonymum, upotřebit jazykový slovník řečtina, upotřebit v řečtině

Překlady

  • uposlechnout v řečtině - υπακούω, αφουγκράζομαι, ακούω, υπακούουν, υπακούσει, υπακούσουν, υπακούν
  • upotřebení v řečtině - προσήλωση, εργασία, χρησιμοποιώ, αίτηση, εφαρμογή, πρακτική, χρήση, ...
  • upotřebitelný v řečtině - διαθέσιμος, χρησιμοποιήσιμος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιήσιμα, χρησιμοποιήσιμο, χρηστικότητας
  • upoutat v řečtině - απασχολώ, αρπάζω, πιάνω, περιστέλλω, περιορίζω, απορροφώ, αιχμαλωσία, ...
Náhodná slova
Upotřebit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: βάζω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήση, εφαρμόζω, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσουν, χρησιμοποιήσει, αξιοποιήσει, χρησιμοποιεί