Upoutat v řečtině

Překlad: upoutat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
απασχολώ, αρπάζω, πιάνω, περιστέλλω, περιορίζω, απορροφώ, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση
Upoutat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: upoutat

jak upoutat, upoutat antonyma, upoutat gramatika, upoutat křížovka, upoutat muže, upoutat jazykový slovník řečtina, upoutat v řečtině

Překlady

  • upotřebit v řečtině - βάζω, αιτούμαι, χρησιμοποιώ, χρήση, εφαρμόζω, χρησιμοποιούν, χρησιμοποιήσουν, ...
  • upotřebitelný v řečtině - διαθέσιμος, χρησιμοποιήσιμος, μπορούν να χρησιμοποιηθούν, χρησιμοποιήσιμα, χρησιμοποιήσιμο, χρηστικότητας
  • upovídanost v řečtině - πολυλογία
  • upovídaný v řečtině - γλαφυρός, φλύαρος, ομιλητικός, ομιλητικοί, ομιλητικό, ομιλητική
Náhodná slova
Upoutat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: απασχολώ, αρπάζω, πιάνω, περιστέλλω, περιορίζω, απορροφώ, αιχμαλωσία, αιχμαλωτίζω, σύλληψη, σύλληψης, δέσμευσης, καταγραφής, τη δέσμευση