Urgovat v řečtině
Překlad: urgovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
πιέζω, παρόρμηση, σπρώχνω, παροτρύνω, πρεσάρω, παρακινώ, σπρώξιμο, προτρέπω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: urgovat
slovo urgovat, urgovat anglicky, urgovat antonyma, urgovat gramatika, urgovat křížovka, urgovat jazykový slovník řečtina, urgovat v řečtině
Překlady
- urbanizace v řečtině - αστικοποίηση, αστικοποίησης, την αστικοποίηση, της αστικοποίησης, η αστικοποίηση
- urgentní v řečtině - επείγων, άμεσος, επείγουσα, επείγουσες, επείγοντα, επειγόντως
- urna v řečtině - λάρνακα, δοχείο, υδρία, urn, τεφροδόχο
- urovnat v řečtině - επίπεδο, συμφιλιώνω, ισοπεδώνω, κανονίζω, τακτοποιώ, εξυπηρετώ, λείος, ...
Náhodná slova
Urgovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: πιέζω, παρόρμηση, σπρώχνω, παροτρύνω, πρεσάρω, παρακινώ, σπρώξιμο, προτρέπω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε
Překlady: πιέζω, παρόρμηση, σπρώχνω, παροτρύνω, πρεσάρω, παρακινώ, σπρώξιμο, προτρέπω, παροτρύνει, έκκληση, παροτρύνουμε