Urychlit v řečtině
Překlad: urychlit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
κεντρίζω, βιάζομαι, φόρα, επισπεύδω, σπεύδω, παρακινώ, βία, τρέχω, επιταχύνω, σπιρουνίζω, βιασύνη, ταχύτητα, δύναμη, σπιρούνι, εξαναγκάζω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: urychlit
jak urychlit menstruaci, jak urychlit porod, urychlit antonyma, urychlit gramatika, urychlit hojení ran, urychlit jazykový slovník řečtina, urychlit v řečtině
Překlady
- urputný v řečtině - σκληροτράχηλος, σκληρός, επίμονος, ισχυρογνώμων, πεισμωμένος, διαρκής, πεισματάρης, ...
- urychlení v řečtině - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- urychlovat v řečtině - ταχύτητα, τρέχω, επιταχύνω, επισπεύδω, φόρα, επιταχύνουν, επιταχύνει, ...
- urážející v řečtině - προσβλητικός, δηκτικός, υβριστικός, προσβλητικό, προσβλητική, προσβλητικές
Náhodná slova
Urychlit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: κεντρίζω, βιάζομαι, φόρα, επισπεύδω, σπεύδω, παρακινώ, βία, τρέχω, επιταχύνω, σπιρουνίζω, βιασύνη, ταχύτητα, δύναμη, σπιρούνι, εξαναγκάζω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την
Překlady: κεντρίζω, βιάζομαι, φόρα, επισπεύδω, σπεύδω, παρακινώ, βία, τρέχω, επιταχύνω, σπιρουνίζω, βιασύνη, ταχύτητα, δύναμη, σπιρούνι, εξαναγκάζω, επιταχύνουν, επιταχύνει, να επιταχύνει, την επιτάχυνση, επιταχύνουν την