Usazovat v řečtině

Překlad: usazovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ενσωματώνω, επισπεύδω, σφηνώνω, μπήγω, περιζώνω, καταλύω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση
Usazovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: usazovat

usazovat antonyma, usazovat gramatika, usazovat křížovka, usazovat pravopis, usazovat se, usazovat jazykový slovník řečtina, usazovat v řečtině

Překlady

  • usazeninový v řečtině - ίζημα, κατακάθι, ιζήματα, ιζημάτων, ιζήματος
  • usazení v řečtině - περιβάλλον, οικισμός, διακανονισμός, επίλυση, διακανονισμού, οικισμό
  • usazovák v řečtině - οικιστής, άποικος, οικιστή, εποίκων, των εποίκων
  • uschlý v řečtině - πεθαμένος, νεκρός, μαραμένο, μαραμένα, μαραμένες, μαραθεί, τα μαραμένα
Náhodná slova
Usazovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ενσωματώνω, επισπεύδω, σφηνώνω, μπήγω, περιζώνω, καταλύω, εγκατασταθούν, διευθέτηση, διακανονισμό, διευθετήσει, τακτοποίηση