Uschovat v řečtině

Překlad: uschovat, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φυλάω, παρακαταθήκη, εφεδρικός, παρακρατώ, αποκρούω, διασώζω, εφεδρεία, αποταμιεύω, εκτός, διατηρώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει
Uschovat v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: uschovat

uschovat antonyma, uschovat gramatika, uschovat křížovka, uschovat pravopis, uschovat soubor, uschovat jazykový slovník řečtina, uschovat v řečtině

Překlady

  • uschlý v řečtině - πεθαμένος, νεκρός, μαραμένο, μαραμένα, μαραμένες, μαραθεί, τα μαραμένα
  • uschnout v řečtině - στεγνός, ξηρός, ξηρό, ξηρού, ξηρά, ξηρή
  • uschovatel v řečtině - επιστάτης, φύλακας, Θεματοφύλακα, Θεματοφύλακας, Θεματοφυλακής
  • usedlost v řečtině - περιουσία, Homestead, πατρικό, το αγροτικό σπίτι, αγροικία, αγροτικών σπιτιών
Náhodná slova
Uschovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φυλάω, παρακαταθήκη, εφεδρικός, παρακρατώ, αποκρούω, διασώζω, εφεδρεία, αποταμιεύω, εκτός, διατηρώ, διατήρηση, κρατήσει, διατηρούν, να κρατήσει, διατηρήσει