Usilovat v řečtině
Překlad: usilovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
φιλοδοξώ, σκοπεύω, παγανίζω, σκοπός, βλέψη, επιδιώκω, αποβλέπω, ασκώ, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: usilovat
usilovat antonyma, usilovat gramatika, usilovat křížovka, usilovat o, usilovat pravopis, usilovat jazykový slovník řečtina, usilovat v řečtině
Překlady
- usedlost v řečtině - περιουσία, Homestead, πατρικό, το αγροτικό σπίτι, αγροικία, αγροτικών σπιτιών
- usedlý v řečtině - νηφάλιος, μόνιμος, ξεμέθυστος, κάτοικος, ήσυχος, ήρεμη, καταπραΰνει, ...
- usilovný v řečtině - επιτακτικός, επίπονος, έντονος, εντατικός, επιμελής, φίλεργος
- uskladnit v řečtině - αποθηκεύω, βάζω, μαγαζί, κατάστημα, καταστήματος, αποθήκη, κατάστημά, ...
Náhodná slova
Usilovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: φιλοδοξώ, σκοπεύω, παγανίζω, σκοπός, βλέψη, επιδιώκω, αποβλέπω, ασκώ, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν
Překlady: φιλοδοξώ, σκοπεύω, παγανίζω, σκοπός, βλέψη, επιδιώκω, αποβλέπω, ασκώ, αναζητήσουν, επιδιώξει, επιδιώκουν, αναζητούν, ζητούν