Uspíšit v řečtině
Překlad: uspíšit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
βιάζομαι, επισπεύδω, προβαίνω, δύναμη, τρέχω, επιταχύνω, προχωρώ, βιασύνη, βία, σπεύδω, ορμή, εξαναγκάζω, πρόοδος, προκαταβάλλω, επιταχύνει, επισπεύσει, σπεύδουν, να επιταχύνει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uspíšit
synonymum uspíšit, uspíšit antonyma, uspíšit gramatika, uspíšit křížovka, uspíšit menstruaci, uspíšit jazykový slovník řečtina, uspíšit v řečtině
Překlady
- uspávající v řečtině - μαχμουρλής, νυσταγμένος, υπνωτικό, υπνωτικών, υπνωτικός, υπνωτική, ναρκωτικός
- uspíšení v řečtině - επίσπευση, επιτάχυνση, επιτάχυνσης, την επιτάχυνση, επιταχύνσεως, της επιτάχυνσης
- uspěchanost v řečtině - σπουδή, βιασύνη, η βιασύνη, εσπευσμένης
- usrknout v řečtině - αργοπίνω, γουλιά, SIP, πιείτε, ΣΕΠΚ, το SIP
Náhodná slova
Uspíšit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: βιάζομαι, επισπεύδω, προβαίνω, δύναμη, τρέχω, επιταχύνω, προχωρώ, βιασύνη, βία, σπεύδω, ορμή, εξαναγκάζω, πρόοδος, προκαταβάλλω, επιταχύνει, επισπεύσει, σπεύδουν, να επιταχύνει
Překlady: βιάζομαι, επισπεύδω, προβαίνω, δύναμη, τρέχω, επιταχύνω, προχωρώ, βιασύνη, βία, σπεύδω, ορμή, εξαναγκάζω, πρόοδος, προκαταβάλλω, επιταχύνει, επισπεύσει, σπεύδουν, να επιταχύνει