Uspořit v řečtině
Překlad: uspořit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
περισσεύω, χαρίζω, εκτός, αποταμιεύω, αποκρούω, διασώζω, περισσευούμενος, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uspořit
jak uspořit, uspořit antonyma, uspořit gramatika, uspořit křížovka, uspořit pravopis, uspořit jazykový slovník řečtina, uspořit v řečtině
Překlady
- uspokojení v řečtině - αυταρέσκεια, ικανοποίηση, αρέσκεια, την ικανοποίηση, την ικανοποίησή, ικανοποίηση των, ικανοποίηση του
- uspokojit v řečtině - εκπληρώνω, εντρυφώ, στεγάζω, ευχαριστώ, παροχή, προμήθεια, παρακαλώ, ...
- uspořádaný v řečtině - ακριβής, ομαλή, εύρυθμη, τάξη, εύρυθμης, ομαλής
- uspořádat v řečtině - εντολή, ξεδιαλέγω, ταξινομώ, αρκετός, προσαρμόζω, ευθυγραμμίζω, ρυθμίζω, ...
Náhodná slova
Uspořit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: περισσεύω, χαρίζω, εκτός, αποταμιεύω, αποκρούω, διασώζω, περισσευούμενος, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε
Překlady: περισσεύω, χαρίζω, εκτός, αποταμιεύω, αποκρούω, διασώζω, περισσευούμενος, αποθηκεύσετε, σώσει, εξοικονομήσει, να αποθηκεύσετε