Ustálit v řečtině

Překlad: ustálit, Slovník: čeština » řečtina

Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καθιερώνω, σταθερός, καθορισμένος, εγκαθίσταμαι, ιδρύω, επιβάλλω, κανονίζω, διαπιστώνω, φτιάχνω, τοποθετώ, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
Ustálit v řečtině
Příbuzná slova
Jiné jazyky

Příbuzná slova: ustálit

ustálit antonyma, ustálit gramatika, ustálit křížovka, ustálit pravopis, ustálit se, ustálit jazykový slovník řečtina, ustálit v řečtině

Překlady

  • ustálení v řečtině - σταθεροποίηση, Σταθεροποίησης, Η σταθεροποίηση, τη σταθεροποίηση, Σταθερότητας
  • ustálený v řečtině - σταθερός, στάβλος, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά
  • ustávat v řečtině - ελαττώνω, μετριάζω, ΜΠΑΤΕ, BATE, δεψική ύλη
  • usuzovat v řečtině - καταλήγω, τελειώνω, συνάγω, συμπεραίνω, συμπεραίνομαι, συναγάγει, συμπεράνουμε, ...
Náhodná slova
Ustálit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καθιερώνω, σταθερός, καθορισμένος, εγκαθίσταμαι, ιδρύω, επιβάλλω, κανονίζω, διαπιστώνω, φτιάχνω, τοποθετώ, σταθερή, σταθερής, σταθερό, σταθερά