Utéct v řečtině
Překlad: utéct, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ξεφεύγω, δραπετεύω, ξανασυμβαίνω, κλέβω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
Jiné jazyky
Příbuzná slova: utéct
kam utéct, utéct anglicky, utéct antonyma, utéct bez placení, utéct gramatika, utéct jazykový slovník řečtina, utéct v řečtině
Překlady
- utápět v řečtině - πνίγομαι, βυθισμένη, mired, βυθίστηκε, βυθιστεί, τέλμα
- utéci v řečtině - κλέβω, τρέχω, φυγή, φύγουν, φύγει, εγκαταλείψουν, φεύγουν
- utíkat v řečtině - τρέχω, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
- utěrka v řečtině - πετσέτα, πανί, καρπαζιά, καρπαζώνω, ύφασμα, υφάσματος, υφάσματα, ...
Náhodná slova
Utéct v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ξεφεύγω, δραπετεύω, ξανασυμβαίνω, κλέβω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης
Překlady: ξεφεύγω, δραπετεύω, ξανασυμβαίνω, κλέβω, απόδραση, διαφυγή, διαφυγής, τη διαφυγή, απόδρασης