Utěsnit v řečtině
Překlad: utěsnit, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
καλαφατίζω, σφίγγω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: utěsnit
utěsnit antonyma, utěsnit chladič, utěsnit dveře, utěsnit gramatika, utěsnit komín, utěsnit jazykový slovník řečtina, utěsnit v řečtině
Překlady
- utíkat v řečtině - τρέχω, τρέξιμο, κίνηση, κίνηση από, επιχείρηση, τρέχει
- utěrka v řečtině - πετσέτα, πανί, καρπαζιά, καρπαζώνω, ύφασμα, υφάσματος, υφάσματα, ...
- utěšit v řečtině - ανακουφίζω, ζητωκραυγάζω, ξαλαφρώνω, παρηγοριά, παρηγορώ, άνεση, άνεσης, ...
- utěšovat v řečtině - παρηγορώ, καταπραΰνω, παρηγοριά, άνεση, άνεσης, την άνεση, ανέσεις, ...
Náhodná slova
Utěsnit v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: καλαφατίζω, σφίγγω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης
Překlady: καλαφατίζω, σφίγγω, σφραγίδα, σφράγιση, φώκιας, σφραγίδας, στεγανοποίησης