Uvádět v řečtině
Překlad: uvádět, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αναφορά, ισχυρίζομαι, ονομάζω, όνομα, διαφήμιση, ονομασία, συστήνω, αναφέρω, εισάγω, κατηγορώ, υποδεικνύουν, δείχνουν, υποδηλώνουν, αναφέρει, αναφέρουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uvádět
uvádět abz, uvádět anglicky, uvádět antonyma, uvádět do rozpaků, uvádět do životopisu rodičovskou dovolenou, uvádět jazykový slovník řečtina, uvádět v řečtině
Překlady
- uvrhnout v řečtině - επισπεύδω, βουτιά, μεγάλο βήμα, κατάδυση, καταδύσεων, μεγάλη απόφαση
- uvádění v řečtině - εισαγωγή, εμπορία, εμπορίας, μάρκετινγκ, κυκλοφορίας, την εμπορία
- uválcovat v řečtině - κύλινδρος, ψωμάκι, κυλώ
- uválet v řečtině - ζουλώ, ζάρωμα, συνθλίβω, συνωστισμός, πτυχή
Náhodná slova
Uvádět v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αναφορά, ισχυρίζομαι, ονομάζω, όνομα, διαφήμιση, ονομασία, συστήνω, αναφέρω, εισάγω, κατηγορώ, υποδεικνύουν, δείχνουν, υποδηλώνουν, αναφέρει, αναφέρουν
Překlady: αναφορά, ισχυρίζομαι, ονομάζω, όνομα, διαφήμιση, ονομασία, συστήνω, αναφέρω, εισάγω, κατηγορώ, υποδεικνύουν, δείχνουν, υποδηλώνουν, αναφέρει, αναφέρουν