Uvažovat v řečtině
Překlad: uvažovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αντικατοπτρίζω, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι, αναχαράζω, ζυγιάζω, ζυγίζω, ρεμβάζω, ζεσταίνω, κερδοσκοπώ, σκέφτομαι, μετρώ, σπουδές, κόμης, γραφείο, εικάζω, νομίζω, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uvažovat
racionálně uvažovat, uvažovat antonyma, uvažovat co, uvažovat gramatika, uvažovat křížovka, uvažovat jazykový slovník řečtina, uvažovat v řečtině
Překlady
- uvadat v řečtině - ξεθωριάζω, ξεθωριάζει, ξεθώριασμα, fade, εξασθενίζουν, εξασθενίζει
- uvaděč v řečtině - ξεναγός, καθοδηγώ, οδηγός, ξεναγώ, συνοδός, εισάγω, Usher, ...
- uvedení v řečtině - μύηση, παρουσίαση, επαγωγή, εισαγωγή, καθιέρωση, εισαγωγής, θέσπιση, ...
- uveřejnit v řečtině - τυπώνω, δημοσιεύω, εισάγω, δοκάρι, ταχυδρομώ, βάζω, πόστο, ...
Náhodná slova
Uvažovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αντικατοπτρίζω, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι, αναχαράζω, ζυγιάζω, ζυγίζω, ρεμβάζω, ζεσταίνω, κερδοσκοπώ, σκέφτομαι, μετρώ, σπουδές, κόμης, γραφείο, εικάζω, νομίζω, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει
Překlady: αντικατοπτρίζω, διαλογίζομαι, συλλογίζομαι, αναχαράζω, ζυγιάζω, ζυγίζω, ρεμβάζω, ζεσταίνω, κερδοσκοπώ, σκέφτομαι, μετρώ, σπουδές, κόμης, γραφείο, εικάζω, νομίζω, θεωρώ, εξετάσει, θεωρούν, εξετάσουν, εξετάζει