Uzavírat v řečtině
Překlad: uzavírat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αποπνιχτικός, περιλαμβάνω, προκαλώ, πνιγηρός, κολλητός, κοντά, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: uzavírat
uzavírat antonyma, uzavírat gramatika, uzavírat křížovka, uzavírat pravopis, uzavírat se do sebe, uzavírat jazykový slovník řečtina, uzavírat v řečtině
Překlady
- uvěřitelný v řečtině - εύσχημος, αληθοφανής, πιστευτός, πιστευτό, πιστευτή, πιστευτά
- uzance v řečtině - έθιμο, užance
- uzavření v řečtině - κλείσιμο, κλεισίματος, το κλείσιμο, πώμα, πώματος
- uzavřít v řečtině - συμβόλαιο, εσωκλείω, αποπνιχτικός, προσβάλλομαι, συστέλλομαι, πνιγηρός, φώκια, ...
Náhodná slova
Uzavírat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αποπνιχτικός, περιλαμβάνω, προκαλώ, πνιγηρός, κολλητός, κοντά, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν
Překlady: αποπνιχτικός, περιλαμβάνω, προκαλώ, πνιγηρός, κολλητός, κοντά, καταλήγω, συνάπτουν, συνάπτει, συνάψουν, να συνάπτουν