Váhat v řečtině
Překlad: váhat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
αμφιρρέπω, ζυγαριά, κυμαίνομαι, επιμένω, διαμένω, καθυστέρηση, καθυστερώ, πλάστιγγα, βραδυπορώ, αυξομειώνω, ισορροπία, ισοζύγιο, τρικλίζω, ταλαντεύομαι, χρονοτριβώ, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: váhat
váhat antonyma, váhat gramatika, váhat křížovka, váhat německy, váhat pravopis, váhat jazykový slovník řečtina, váhat v řečtině
Překlady
- váha v řečtině - ισορροπία, κλίμακας, ζυγαριά, πλάστιγγα, ζυγιάζω, λέπι, ισοζύγιο, ...
- váhající v řečtině - διστάζει, διστάζοντας, διστάζουν, να διστάζει, να διστάζουν
- váhavost v řečtině - δισταγμός, διστακτικότητα, η διστακτικότητα, δισταγμούς, διστακτικότητά
- váhavý v řečtině - διστακτικός, δειλός, διστακτικοί, διστακτική, διστάζουν, διστακτικό
Náhodná slova
Váhat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: αμφιρρέπω, ζυγαριά, κυμαίνομαι, επιμένω, διαμένω, καθυστέρηση, καθυστερώ, πλάστιγγα, βραδυπορώ, αυξομειώνω, ισορροπία, ισοζύγιο, τρικλίζω, ταλαντεύομαι, χρονοτριβώ, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε
Překlady: αμφιρρέπω, ζυγαριά, κυμαίνομαι, επιμένω, διαμένω, καθυστέρηση, καθυστερώ, πλάστιγγα, βραδυπορώ, αυξομειώνω, ισορροπία, ισοζύγιο, τρικλίζω, ταλαντεύομαι, χρονοτριβώ, διστάζω, διστάσετε, διστάσει, διστάζουν, διστάζετε