Výplň v řečtině
Překlad: výplň, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
χορταστικός, προεδρείο, φάτνωμα, γέμισμα, σφράγισμα, υλικό παραγεμίσματος, padding, γεμίσει, παραγέμισμα, παραγεμίσματος
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: výplň
výplň antonyma, výplň do hraček, výplň do plyšových hraček, výplň do polštáře, výplň do polštářů, výplň jazykový slovník řečtina, výplň v řečtině
Překlady
- výplata v řečtině - πληρώνω, μισθός, πληρωμή, πληρωμής, payout, εκταμίευσης, αποπληρωμή
- výplod v řečtině - γεννοβολώ, γεννώ, απόφυση, έκφυση, νευριτών, νευρίτη, έκφυσης
- výplňkový v řečtině - συμπληρωματικός, Filler, πλήρωσης, πληρωτικό, πληρωτικό υλικό, στομίου πλήρωσης
- výpomoc v řečtině - βοήθημα, εκτόνωση, ανακούφιση, επικουρία, αρωγή, βοηθός, ανάγλυφος, ...
Náhodná slova
Výplň v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: χορταστικός, προεδρείο, φάτνωμα, γέμισμα, σφράγισμα, υλικό παραγεμίσματος, padding, γεμίσει, παραγέμισμα, παραγεμίσματος
Překlady: χορταστικός, προεδρείο, φάτνωμα, γέμισμα, σφράγισμα, υλικό παραγεμίσματος, padding, γεμίσει, παραγέμισμα, παραγεμίσματος