Včleňovat v řečtině
Překlad: včleňovat, Slovník: čeština » řečtina
Zdrojový jazyk:
čeština
Cílený jazyk:
řečtina
Překlady:
ενσωματώνω, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματώνει, που ενσωματώνουν
Příbuzná slova
Jiné jazyky
Příbuzná slova: včleňovat
včleňovat antonyma, včleňovat gramatika, včleňovat křížovka, včleňovat pravopis, včleňovat synonymum, včleňovat jazykový slovník řečtina, včleňovat v řečtině
Překlady
- včlenit v řečtině - ενσωματώνω, συσσωματώνω, ενσαρκώνω, εκφράζω, ενσωμάτωση, ενσωματώσει, ενσωματώσουν, ...
- včlenění v řečtině - ενσωμάτωση, ενσωμάτωσης, την ενσωμάτωση, ένταξη, ενσωμάτωσή
- věc v řečtině - αντιτείνω, κομμάτι, αιχμή, προξενώ, θέμα, νοιάζομαι, επισημαίνω, ...
- věcný v řečtině - ύλη, αληθινός, ουσιαστικό, πραγματικός, πραγματικών, πραγματικές, πραγματικά, ...
Náhodná slova
Včleňovat v řečtině - Slovník: čeština » řečtina
Překlady: ενσωματώνω, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματώνει, που ενσωματώνουν
Překlady: ενσωματώνω, ενσωματώνοντας, ενσωμάτωση, ενσωματώνουν, ενσωματώνει, που ενσωματώνουν